φιλόσμηνος
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
φιλόσμηνον, loving beehives or swarms of bees, ib.5.251.
German (Pape)
[Seite 1285] Bienenstöcke, Bienenschwärme liebend, μέλισσα Nonn. D. öfters.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσμηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σμήνη ἢ τὰς κυψέλας τῶν μελισσῶν, Νόνν. Δ. 5. 252.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα σμήνη ή τις κυψέλες τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σμῆνος.