ἀπόχωσις
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
-εως, ἡ, damming up, ἀ. ποταμοῦ bar, Plu.Ant.41.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dique ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.Ant.41.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
levée, digue, fortification.
Étymologie: ἀποχώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχωσις: εως ἡ преграждение, запруживание (ποταμοῦ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχωσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ χωμάτων ἀπόφραξις, ἀπ. ποταμοῦ Πλουτ. Ἀντ. 41.
Greek Monotonic
ἀπόχωσις: -εως, ἡ (ἀποχώννυμι), απόφραξη ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀποχώννυμι
the damming up of a river, Plut.