ἀσυγκέραστος

From LSJ
Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκέραστος Medium diacritics: ἀσυγκέραστος Low diacritics: ασυγκέραστος Capitals: ΑΣΥΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkérastos Transliteration B: asynkerastos Transliteration C: asygkerastos Beta Code: a)sugke/rastos

English (LSJ)

ἀσυγκέραστον, untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).

Spanish (DGE)

-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.

German (Pape)

[Seite 379] ungemischt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: , συγκεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκέραστος: не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный (φύσις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.

Middle Liddell

συγκεράννυμι
unmixed, Anth.