πυώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠώδης Medium diacritics: πυώδης Low diacritics: πυώδης Capitals: ΠΥΩΔΗΣ
Transliteration A: pyṓdēs Transliteration B: pyōdēs Transliteration C: pyodis Beta Code: puw/dhs

English (LSJ)

πυῶδες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.

German (Pape)

[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυώδης -ες [πύον] pusachtig.