ἀναπαυστήριος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
or ἀναπαυτήριος, Ion. ἀμπαυστήριος, ον,
A of resting or for resting, θῶκοι Hdt.1.181.
II Subst. ἀναπαυστήριον, ἀναπαυτήριον, τό, time of rest, οἱ θεοὶ τὴν νύκτα διδόασιν, κάλλιστον ἀναπαυστήριον X.Mem.4.3.3.
2 place of rest, Luc.Am.18.
3 sound of trumpet for a halt, opp. τὸ ἀνακλητικόν, Poll.4.86.
III ἀναπαυστηρία, ἡ, prop for head of torsion-engine, Ph.Bel.76.17, cf. Hero Bel.89.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμπαυστήριος Hdt.1.181; ἀναπαυτήριος X.Mem.4.3.3
I destinado al descanso θώκοι Hdt.l.c.
II subst. τὸ ἀναπαυστήριον, ἀναπαυτήριον
1 tiempo de descanso, descanso (οἱ θεοί) τὴν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον X.l.c.
•milit. toque (de trompeta) de alto Poll.4.86.
2 lugar de descanso Luc.Am.18
•enfermería τὸ τῶν νοσούντων ἀναπαυτήριον Procop.Aed.5.3.20.
German (Pape)
[Seite 200] ion. ἀμπ., zum Ausruhen geeignet, θῶκος, Ruhesitz, Her. 1, 181; τὸ ἀναπαυστήριον, der Ruheplatz, die Zeit der Ruhe, das mit der Trompete gegebene Zeichen, sich im Lager zur Ruhe zu begeben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre au repos : θῶκος ἀμπαυστήριος (ion.) HDT siège pour se reposer.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαυστήριος: ион. ἀμπαυστήριος 2 предназначенный для отдыха (θῶκος Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαυστήριος: ἢ ἀναπαυτήριος, Ἰων. ἀμπαυστήριος, ον, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀνάπαυσιν, Θῶκοι ἀμπ., καθίσματα πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρόδ. 1. 181. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀναπαυστήριον, τό, καιρός, χρόνος πρὸς ἀνάπαυσιν, οἱ θεοὶ ... νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀν. Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 3: περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῆς λέξεως ὅρα Λοβ. Σοφ. Αἴ. 704, σ. 321. 2) τόπος ἀναπαύσεως, Λουκ. Ἔρωτ. 18. 3) τὸ πρὸς ἀνάπαυσιν ἤχημα τῆς σάλπιγγος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἀνακλητικόν, Πολυδ. 4. 86.
Greek Monolingual
ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον (Α) βλ. αναπαυτήριος.
Greek Monotonic
ἀναπαυστήριος: ή ἀναπαυτήριος, Ιων. ἀμπαυτήριος, -ον (ἀναπαύω),
I. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος προς ανάπαυση, σε Ηρόδ.
II. 1. ως ουσ., ἀναπαυστήριον, τό, ο χρόνος για ανάπαυση, σε Ξεν.
2. τόπος ανάπαυσης, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀναπαύω
I. of or for resting, Hdt.
II. as substantive ἀναπαυστήριον, τό, a time of rest, Xen.
2. a place of rest, Luc.