ἀνθρωποειδής
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ἀνθρωποειδές, like a man, in human shape, manlike, of human appearance, anthropomorphic, τύπος Hdt.2.86; θεὸν ἀνθρωποειδέα οὐδένα γενέσθαι ib.142; θηρίον Phryn.PS p.6B.; θεοί Arist.Metaph.997b10, Phld.Piet.15, al.; πίθηκοι Arist. HA502a24; of zodiacal signs, Ptol.Tetr.145. Adv. ἀνθρωποειδῶς = with human appearance D.L.10.139.
Spanish (DGE)
-ές
1 de forma humana τύπος Hdt.2.86, Ph.2.298, de los signos del Zodiaco ζῴδια Heph.Astr.App.3.5.19, PMag.12.124, cf. Ptol.Tetr.3.12.12, Corp.Herm.Fr.23.18, 20, θηρίον Phryn.PS p.6, Ph.2.194
•de dioses antropomorfo Hdt.2.142, Arist.Metaph.997b10, Epicur.Sent.[5] 1.6, Phld.Piet.p.82.16, τὸ θεῖον Clem.Al.Strom.7.5.29
•de los monos antropomorfo, antropoide Arist.HA 502a24
•de ídolos, Clem.Al.Strom.1.15.71
•de los ángeles, Dion.Ar.Ep.M.3.1100A
•de la unión de ambas naturalezas en Cristo, Leont.H.Monoph.M.86.1869A.
2 humano φύσις Hp.Morb.4.32, φαντασία Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 234] ἐς, menschenähnlich, θηρίον Aesch. frg.; θεός, ξύλινος τύπος, in Menschengestalt, Her. 2, 142. 86; Arist. u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a forme humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποειδής: человекоподобный, человекообразный (ξύλινος τόπος Her.; πίθηκοι Arst.; εἰκὼν θεοῦ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποειδής: -ές, ὅμοιος ἀνθρώπῳ, ἀνθρωπόμορφος, ξύλινον τύπον ἀνθρωποειδέα Ἡρόδ. 2. 86· ἔλεγον θεὸν ἀνθρ. οὐδένα γενέσθαι αὐτόθι 142· θεοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 22· ἐπὶ τῶν πιθήκων, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53· «ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν, ἐπὶ τοῦ Γλαύκου, ἀναφανέντος ἐκ τῆς θαλάσσης· Αἰσχύλος» Α. Β. 5. 21. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διογ. Λ. 10. 139.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο
(«ἀνθρωποειδεῖς θεοί», «ἀνθρωποειδεῖς πίθηκοι»
Αριστοτέλης).
Greek Monotonic
ἀνθρωποειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με άνθρωπο, όμοιος προς την ανθρώπινη μορφή, σε Ηρόδ.