συγγηράσκω
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
fut. -γηράσομαι E.Fr.1058: aor. -εγήρᾱσα Alciphr. 2.3:—grow old together with, γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες] Hdt.3.134; ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω (cf. γηράσκω) A.Ch.908, cf. E. l.c., Isoc.1.7:—pres. συγγηράω Aret. CA1.5.
German (Pape)
[Seite 961] = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
f. συγγηράσομαι;
vieillir avec.
Étymologie: σύν, γηράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γηράσκω samen (met...) oud worden, mee verouderen (met), met dat.: γηράσκοντι ( sc. τῷ σώματι ) συγγηράσκουσι ( sc. αἱ φρένες ) als het lichaam ouder wordt, verouderen ook de hersenen mee Hdt. 3.134.3.
Russian (Dvoretsky)
συγγηράσκω: совместно стариться (τινί Aesch., Eur., Isocr.): γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Her. когда старится тело, то вместе с ним дряхлеют и духовные силы.
Greek (Liddell-Scott)
συγγηράσκω: μέλλ. -γηράσομαι, ἀόρ. -εγήρασα. Γηράσκω ὁμοῦ μετά τινος, γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3, 134· ἐγώ σ’ ἔθρεψα σὺν δὲ γηρᾶναι θέλω (ἴδε ἐν λ. γηράσκω) Αἰσχύλ. Χο. 918 πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 1044, Ἰσοκρ. 2C, καὶ ἴδε συννεάζω· - ὁ ἐνεστ. συγγηράω ἀπαντᾷ ἐν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
γερνώ ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γηράσκω «γερνώ» (< γῆρας, τὸ].
Greek Monotonic
συγγηράσκω: μέλ. -γηράσομαι, αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γερνώ μαζί με, τινί, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα
to grow old together with, τινί Hdt.; absol., Aesch.