ἀρκεόντως

From LSJ
Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκεόντως Medium diacritics: ἀρκεόντως Low diacritics: αρκεόντως Capitals: ΑΡΚΕΟΝΤΩΣ
Transliteration A: arkeóntōs Transliteration B: arkeontōs Transliteration C: arkeontos Beta Code: a)rkeo/ntws

English (LSJ)

Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω) enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.

French (Bailly abrégé)

c. ἀρκούντως.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.

Greek Monolingual


βλ. αρκούντως.

Greek Monotonic

ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.

Middle Liddell

ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.