ὁδοφύλαξ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A watcher of the roads, Hdt.7.239.
II=ὁδουρός II, Eust. 1445.20.
German (Pape)
[Seite 294] ακος, ὁ, Weghüter, Straßenwächter, Her. 7, 239 u. Sp. – Auch Wegelagerer, Straßenräuber, Eust. Od. 1445.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des routes ou des rues.
Étymologie: ὁδός, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ дорожный страж Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς ὁδοὺς φυλάττων, Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = ὁδουρὸς ΙΙ, Εὐστ. 1445. 20.
Greek Monotonic
ὁδοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, επιστάτης, επιθεωρητής των δρόμων, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁδο-φῠ́λαξ, ακος,
a watcher of the roads, Hdt.