ψευδοπάρθενος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ἡ, pretended maid or virgin, Hdt.4.180; as adjective, ψ. ἑταίρα Ach.Tat.8.3.
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, falsche, vorgebliche Jungfrau, Her. 4, 180.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
celle qui se fait passer faussement pour une jeune fille.
Étymologie: ψευδής, παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοπάρθενος -ου, ἡ [ψευδής, παρθένος] valse maagd.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοπάρθενος: ἡ мнимая девственница Her.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
ψευτοπαρθένα («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + παρθένος.
Greek Monotonic
ψευδοπάρθενος: ἡ, αυτή που προσποιείται την παρθένα, ψευδής παρθένα, εταίρα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπάρθενος: ἡ, ψευδὴς παρθένος, Ἡρόδ. 4. 180, ὡς ἐπίθ., ψ. ἐταίρα Ἀχιλλ. Τάτ. 8. 3.