εὔσεπτος

From LSJ
Revision as of 11:05, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσεπτος Medium diacritics: εὔσεπτος Low diacritics: εύσεπτος Capitals: ΕΥΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eúseptos Transliteration B: euseptos Transliteration C: eyseptos Beta Code: eu)/septos

English (LSJ)

εὔσεπτον, (σέβω) reverent, S.OT864 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1097] sehr ehrwürdig, Soph. O. R. 864.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très vénérable.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὔσεπτος: σέβω почтенный, священный (ἁγνεία λόγων ἔργων τε Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσεπτος: -ον, (σέβω) λίαν σεπτός, θεῖος, ἱερός, τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων ἔργων τε πάντων Σοφ. Ο. Τ. 864.

Greek Monolingual

εὔσεπτος, -ον (Α)
σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»].

Greek Monotonic

εὔσεπτος: -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔ-σεπτος, ον σέβω
much reverenced, holy, Soph.