εὔσεπτος
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
εὔσεπτον, (σέβω) reverent, S.OT864 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1097] sehr ehrwürdig, Soph. O. R. 864.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très vénérable.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὔσεπτος: σέβω почтенный, священный (ἁγνεία λόγων ἔργων τε Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσεπτος: -ον, (σέβω) λίαν σεπτός, θεῖος, ἱερός, τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων ἔργων τε πάντων Σοφ. Ο. Τ. 864.
Greek Monolingual
εὔσεπτος, -ον (Α)
σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»].
Greek Monotonic
εὔσεπτος: -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.