στησίχορος

From LSJ
Revision as of 11:50, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στησίχορος Medium diacritics: στησίχορος Low diacritics: στησίχορος Capitals: ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ
Transliteration A: stēsíchoros Transliteration B: stēsichoros Transliteration C: stisichoros Beta Code: sthsi/xoros

English (LSJ)

στησίχορον,
A establishing or leading χοροί:—hence as pr. n., Στησίχορος, Dor. Στᾱσ-, ὁ, the Lyric poet Stesichorus, Simon.53, Pl.Phdr.243a: prov., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (i.e. strophe, antistrophos, epode) γνῶναι, of illiterate persons, Diogenian.7.14:—Adj. Στησιχόρειος, ον, Plu.2.1135c, etc.
2 a throw of the dice which showed eight pips, said to be named from the eight-sided monument of the poet at Himera, Poll. 9.100.

German (Pape)

[Seite 942] Chöre, Reigen, Reigentänze aufstellend od. aufführend, s. nom. pr. – Ein Wurf mit Würfeln, der 8 Augen zeigte.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coup de dés qui amène le nombre 8.
Étymologie: ἵστημι, χορός.

Greek (Liddell-Scott)

στησίχορος: [ῐ], -ον, ὁ «στήνων» ἢ ὁδηγῶν χορούς· ― ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, ὁ, λυρικὸς ποιητὴς οὖ τὸ ἀληθὲς ὄνομα ἦτο Τισίας, Σιμωνίδ. 19, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Α· ― παροιμ., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (δηλ. στροφήν, ἀντιστροφήν, ἐπῳδὸν) γνῶναι, ἐπὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ. ― Ἐπίθετ. Στησιχόρειος, ον, Πλούτ. 2. 1135D, κττ. 2) βόλος τῶν κύβων καθ᾿ ὃν ἐφαίνοντο ὀκτὼ στίγματα, κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 100, ἐκ τοῦ ὀκτωπλεύρου μνημείου τοῦ ποιητοῦ ἐν Ἱμέρᾳ. ΙΙ Στησιχόρη εὕρηται ὡς = Τερψιχόρη, Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ιδρύει ή στήνει χορούς
2. ως κύριο όν. ό Στησίχορος
λυρικός χορικός ποιητής που έζησε στην Ιμέρα της Σικελίας από το 640 ώς το 555 π.Χ.
3. η βολή τών κύβων κατά την οποία φαίνονταν οκτώ στίγματα και που ονομάστηκε έτσι από το οκτάπλευρο μνημείο του ποιητή που βρισκόταν στην Ιμέρα
4. παροιμ. φρ. «οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γινώσκεις» — λεγόταν για ανθρώπους εντελώς αγράμματους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στησι- του ἵστημι + χορός, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

στησίχορος: [ῐ], -ον, αυτός που «στήνει», που οδηγεί τους χορούς (χοροί)· από όπου, ως κύριο όνομα, Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, , ο λυρικός ποιητής Στησίχορος, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Τισίας, σε Σιμων.

Middle Liddell

στησί-˘χορος, ον,
establishing χοροί.