δοξόσοφος
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
δοξόσοφον, wise in one's own conceit, Pl.Phdr.275b; pretending to wisdom, Arist.Rh.1387b32.
Spanish (DGE)
-ον
creído de su propio saber, fatuamente sabio δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν Pl.Phdr.275b, cf. Arist.Rh.1387b32, Gal.5.100, Clem.Al.Strom.7.15.92.
German (Pape)
[Seite 658] sich weise dünkend; Plat. Phaedr. 275 b; Arist. rhet. 2, 10 u. Sp. Vgl. δοκησίσοφος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se croit sage.
Étymologie: δόξα, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
δοξόσοφος: ὁ мнимый мудрец Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δοξόσοφος: -ον, ὁ οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν εἶναι, Πλάτ. Φαίδρ. 275Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· πρβλ. δοκησίσοφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δοξόσοφος, -ον)
δοκησίσοφος.
Greek Monotonic
δοξόσοφος: -ον, αυτός που στην αντίληψή του είναι σοφός, μωρόσοφος, σε Πλάτ.