ψάκαλον
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
[ᾰ], τό, new-born animal, Ar.Byz. ap. Eust.1625.48; ψάκαλος, ὁ, Id. ap. Ael.NA7.47: ψαίκαλον in cod. Hsch. (From ψακάς; for the sense cf. δρόσος, ἕρση.)
German (Pape)
[Seite 1390] τό, seltener ψάκαλος, ὁ, das junge, neugeborne Tier; Ael. V. H. 7, 47 (vgl. ἔρση, δρόσος); Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ψάκᾰλον: [ᾰ], τό, νεογνὸν ζῷον, Ἀριστοφ. Γραμματικ. παρ’ Εὐσταθ. 1625. 46· ψάκαλος, ὁ, ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 47. (Ἐκ τοῦ ψακάς· πρβλ. δρόσος, ἕρση).
Greek Monolingual
και αμφβλ. τ. ψαίκαλον, τὸ, Α
νεογνό, βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψακ- του ψακ-άς + επίθημα -αλον (πρβλ. ἔταλον)].