εὐηθίζομαι
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Med., to act like an εὐήθης, play the fool, πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 336c; to be merry, jest, Philostr.VA8.7.
German (Pape)
[Seite 1066] gutmütig, einfältig sein u. sprechen; τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους Plat. Rep. I, 336 e; Sp. – Suid. auch act. εὐηθίζω, μωραίνω.
French (Bailly abrégé)
être simple, sot.
Étymologie: εὐήθης.
Russian (Dvoretsky)
εὐηθίζομαι: быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐηθίζομαι: φέρομαι ὡς εὐήθης, κάμνω τὸν εὐήθη, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 336C· εἶμαι εὔθυμος, ἀστεΐζομαι, Φιλόστρ. 343.
Greek Monolingual
εὐηθίζομαι (Α) ευήθης
1. φέρομαι ως ευήθης, «κάνω τον χαζό»
2. λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι.
Greek Monotonic
εὐηθίζομαι: Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐηθίζομαι, εὐήθης
Pass. to play the fool, Plat.