ὁμοθυμέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v.l. for ὁμονοέω, X.Cyr. 4.2.47.
German (Pape)
[Seite 334] einmütig sein, bei Xen. Cyr. 4, 2, 47 Lesart der mss. für ὁμονοέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être d'accord.
Étymologie: ὁμόθυμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοθῡμέω: διάφ. γραφ. ἀντὶ ὁμονοέω, Ξεν. Κύρ. 4. 2. 47. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοθῡμέω: быть единодушным Xen.