φῆλος
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
English (LSJ)
φῆλον (φηλός is prob. an error in Theognost.Can.61), deceitful, EM130.51, 160.45, Sch.Ar.Pax1165, Suid. (The connection with Lat. fallere is doubtful.)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
trompeur, flou.
Étymologie: σφάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
φῆλος: -ον, ἀπατηλός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1165, Σουΐδ., κλπ., πρβλ. φηλόω. (Ἐκ τῆς √ΣΦΑΛ, σφαλῆναι, κατ’ ἀποβολὴν τοῦ σ, ὡς ἐν τῷ Λατ. fallere).
Greek Monolingual
-ον, Α
πιθ. απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σύνδεση της λ. με το λατ. fallo «σφάλλω, απατώ» παραμένει τελείως υποθετική, ενώ και το ελλ. φιλήτης δεν πρέπει να θεωρηθεί συγγενές. Η λ., η οποία απαντά μόνο σε λεξικογράφους, παραδίδεται με δύο διαφορετικούς τονισμούς: φηλός και φῆλος (ο τ. αυτός μπορεί να έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. κλητικής, όπου θα μπορούσε να έχει σημειωθεί αναβιβασμός του τόνου, πρβλ. μῶρος: μωρός, πόνηρος: πονηρός)]..
Greek Monotonic
φῆλος: -ον, απατηλός.