γοώδης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
γοῶδες, mournful, ἁρμονίαι Pl.Lg.800d (Sup.); φωνή Arist.HA615b5.
Spanish (DGE)
-ες
I 1del sonido y la voz luctuoso, plañidero ἁρμονίαι Pl.Lg.800d, φωνή Arist.HA 615b5, ὀλολυγή Hld.9.11.4, ἦχος Luc.Halc.2, Corp.Herm.1.4, ᾠδαί EM 153.25G., cf. Poll.4.72
•neutr. sg. adv. lastimeramente ἐπιθρηνῶν γ. Hld.10.37.1.
2 mágico neutr. plu. subst. τὰ περίεργα καὶ γοώδη Eust.Ant.Engast.9.
II adv. -ῶς de manera engañosa ταυτολογεῖν Eust.Ant.Engast.12.
German (Pape)
[Seite 503] ες, klagend, kläglich, γοωδέσταται ἁρμονίαι Plat. Legg. VII, 800 d; Arist. H. A. 9, 12 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
gémissant, plaintif.
Étymologie: γόος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοώδης -ες γόος klagelijk, treurig, droevig (van geluid).
Russian (Dvoretsky)
γοώδης: стонущий, рыдающий, жалобный (ἁρμονίαι Plat.; φωνή Arst.; ἦχος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
γοώδης: -ες, (εἶδος) θρηνώδης,Πλάτ. Νόμ. 800D,Ἀριστ.Ἱ.Ζ.9.12,4.
Greek Monolingual
-ες (AM)
θρηνητικός.