κόττος
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id.
II a river-fish, Arist.HA534a1.
III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.
Russian (Dvoretsky)
κόττος: ὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.
Greek Monolingual
ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].