κυΐσκομαι
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Pass., of the female,
A conceive, become pregnant, Hdt.2.93, 4.30, Arist.HA543b19, etc.; κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Pl.Tht. 149b; of plants, Thphr. CP 3.2.8.
II Act. κυΐσκω in same sense, Hp.Aph.5.62, Philostr.VA1.22, Gp.14.1.3, Gal.4.513; but
2 causal, of the male, impregnate, Him.Or.1.7.
Russian (Dvoretsky)
κυΐσκομαι: становиться или быть беременной (ἔκ τινος Her., Arst.): κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Plat. способная стать беременной и рожать.
Greek (Liddell-Scott)
κυΐσκομαι: Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, = κυέω, κύω, συλλαμβάνω, γίνομαι ἔγκυος, Ἡρόδ. 2. 93., 4. 30, Ἀριστ. κλ.· κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· ― πρβλ. ἐπικυΐσκομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κυΐσκω κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1255, Φιλόστρ. 28, Γεωπ.· ― ἀλλά, 2) μεταβατ. ἐνεργείας ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, κάμνω τινὰ νὰ κυοφορήσῃ, Ἱμερ. Ὀρ. 1. 7· πρβλ. κύω ΙΙ.
Greek Monotonic
κυΐσκομαι: Παθ. μόνο στον ενεστ., συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ., Πλάτ.