ἐκτοπιστικός

From LSJ
Revision as of 22:24, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοπιστικός Medium diacritics: ἐκτοπιστικός Low diacritics: εκτοπιστικός Capitals: ΕΚΤΟΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ektopistikós Transliteration B: ektopistikos Transliteration C: ektopistikos Beta Code: e)ktopistiko/s

English (LSJ)

ἐκτοπιστική, ἐκτοπιστικόν, migratory, ἐ. ζῷα, opp. ἐπιδημητικά, Arist.HA488a14; βίος Id.PA694a5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
migratorio τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.HA 488a14, γένη ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.PA 694a6, de los atunes, Arist.Fr.303.

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Entfernen, Verändern des Ortes geneigt; Gegensatz von ἐπιδημητικός, Arist. H. A. 1, 1; βίος, Wanderleben, part. an. 4, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτοπιστικός: передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοπιστικός: -ή, -όν, ἀποδημητικός, ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· βίος π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἐκτοπιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος.