obstáculo
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἔμφραγμα, διάφραγμα, ἀντιπίπτω, ἐμποδών, εἱργμός, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἀντίκρουσις, ἔνστημα, βάσανος, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον, ἐνστατικός, ἔνεδρον