διαιτητήριον

From LSJ
Revision as of 09:06, 13 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητήριον Medium diacritics: διαιτητήριον Low diacritics: διαιτητήριον Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: diaitētḗrion Transliteration B: diaitētērion Transliteration C: diaititirion Beta Code: diaithth/rion

English (LSJ)

τό, (δίαιτα II.1) in plural, dwelling rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling place, Procop.Aed.1.9.

Spanish (DGE)

-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.

German (Pape)

[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.

Greek Monolingual

διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.

Greek Monotonic

δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.