ἐποχθίδιος

From LSJ
Revision as of 11:51, 20 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποχθίδιος Medium diacritics: ἐποχθίδιος Low diacritics: εποχθίδιος Capitals: ΕΠΟΧΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epochthídios Transliteration B: epochthidios Transliteration C: epochthidios Beta Code: e)poxqi/dios

English (LSJ)

α, ον (ὄχθη) on the river-banks or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.

Russian (Dvoretsky)

ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.

Greek Monolingual

ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.

Greek Monotonic

ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπ-οχθίδιος, η, ον ὄχθη
on or of the mountains, Anth.