βαθαίνω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
βαθαίνω και βαθύνω (Α βαθύνω)
1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω
2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς
νεοελλ.
(για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση
αρχ.
1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος
2. προσπαθώ ν' αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία πραγμάτων ή εννοιών, εμβαθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαθυνω < επίθ. βαθύς, ενώ το νεοελλ. βαθαίνω είναι μεταπλασμένος τ. του βαθύνω (πρβλ. αλαφρύνω-αλαφραίνω, απαλύνω-απαλαίνω, βαρύνω-βαραίνω, πληθύνω-πληθαίνω κ.ά.).
ΣΥΝΘ. εμβαθύνω- αρχ. προσβαθύνω.
Translations
deepen
Arabic: تَعَمَّقَ; Bulgarian: задълбочавам, удълбочавам; Catalan: profunditzar, apregonar, enfondir; Chinese Mandarin: 加深; Dutch: verdiepen; Finnish: syventää; French: approfondir; Galician: afondar; German: aushölen, vertiefen; Greek: βαθαίνω, βαθύνω; Ancient Greek: βαθύνω; Indonesian: memperdalam; Italian: approfondire; Japanese: 深める; Korean: 깊게 하다; Polish: pogłębiać, pogłębić; Portuguese: aprofundar; Russian: углублять, углубить; Spanish: ahondar, profundizar; Ukrainian: поглиблювати, поглибити