βούνομος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
βούνομον,
A grazed by cattle, of pastures, A.Fr.249, S. El.181 (lyr.).
2 ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of grazing oxen, Id.OT26.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βοονόμος Hsch.s.u. βουκόλος
I 1en donde pasta el ganado ἐπιστροφαί A.Fr.249, ἀκτά S.El.181.
2 que pasta ἀγέλαι S.OT 26.
II subst.
1 ὁ βούνομος = pastor, vaquero o boyero Aq.Ie.52.16 (v.l.), Hsch.l.c., Sud.
2 τό βούνομον = prado pantanoso, médano Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où paissent les bœufs.
Étymologie: βοῦς, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούνομος -ον βοῦς, νέμω door runderen begraasd, waar runderen weiden:. βούνομον... ἀκτάν door runderen begraasde kust Soph. El. 181 (lyr.).
German (Pape)
von Rindern abgeweidet, Ar. Ran. 1379; vgl. Anth. IX.103.
Russian (Dvoretsky)
βούνομος: покрытый пастбищами, плодородный (ἐπιστροφαί Aesch. ap. Arph.; ἀκτά Soph.; Μυκήνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βούνομος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181· ἀλλά, 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.
Greek Monotonic
βούνομος: -ον (νέμομαι),
1. αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.
2. ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη βοσκή, στον ίδ.