βούνομος

From LSJ
Revision as of 09:13, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούνομος Medium diacritics: βούνομος Low diacritics: βούνομος Capitals: ΒΟΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: boúnomos Transliteration B: bounomos Transliteration C: voynomos Beta Code: bou/nomos

English (LSJ)

βούνομον,
A grazed by cattle, of pastures, A.Fr.249, S. El.181 (lyr.).
2 ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of grazing oxen, Id.OT26.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βοονόμος Hsch.s.u. βουκόλος
I 1en donde pasta el ganado ἐπιστροφαί A.Fr.249, ἀκτά S.El.181.
2 que pasta ἀγέλαι S.OT 26.
II subst.
1 ὁ βούνομος = pastor, vaquero o boyero Aq.Ie.52.16 (v.l.), Hsch.l.c., Sud.
2 τό βούνομον = prado pantanoso, médano Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs.
Étymologie: βοῦς, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούνομος -ον βοῦς, νέμω door runderen begraasd, waar runderen weiden:. βούνομον... ἀκτάν door runderen begraasde kust Soph. El. 181 (lyr.).

German (Pape)

von Rindern abgeweidet, Ar. Ran. 1379; vgl. Anth. IX.103.

Russian (Dvoretsky)

βούνομος: покрытый пастбищами, плодородный (ἐπιστροφαί Aesch. ap. Arph.; ἀκτά Soph.; Μυκήνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βούνομος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181· ἀλλά, 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.

Greek Monotonic

βούνομος: -ον (νέμομαι),
1. αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.
2. ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη βοσκή, στον ίδ.

Middle Liddell

νέμομαι [cf. βουνόμος
grazed by cattle, Soph.