ἀνόμματος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἀνόμματον, eyeless, sightless, S.Ph.856 (lyr.), Orph.Fr.82.
Spanish (DGE)
(ἀνόμμᾰτος) -ον
que carece de vista, ἀνήρ S.Ph.856, βρέφος Nonn.Par.Eu.Io.9.1
•subst. τὸ ἀ. Orph.Fr.82.
German (Pape)
[Seite 240] (ὄμμα), ohne Augen, Soph. Phil. 845, von einem Schlafenden, nicht sehend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans yeux.
Étymologie: ἀ, ὄμμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόμμᾰτος: безглазый, ничего не видящий, (о спящем) с закрытыми глазами Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόμμᾰτος: -ον, ἀόμματος, τυφλός, ἀνὴρ δ’ ἀνόμματος οὐδ’ ἔχων ἀρωγὰν Σοφ. Φ. 857.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνόμματος, -ον) όμμα
ο δίχως μάτια, ο αόμματος.
Greek Monotonic
ἀνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αόμματος, τυφλός, σε Σοφ.
Middle Liddell
Translations
eyeless
Eastern Mari: шинчадыме; French: sans yeux; German: augenlos, ohne Augen; Greek: αόμματος; Ancient Greek: ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, ὀμματοστερής; Icelandic: augnalaus, sjónlaus; Komi-Permyak: синтӧм; Polish: bezoki; Russian: слепой, незрячий, безглазый, ничего не видящий; Turkish: gözsüz