ἐντραπεζίτης

From LSJ
Revision as of 14:22, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρᾰπεζίτης Medium diacritics: ἐντραπεζίτης Low diacritics: εντραπεζίτης Capitals: ΕΝΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ
Transliteration A: entrapezítēs Transliteration B: entrapezitēs Transliteration C: entrapezitis Beta Code: e)ntrapezi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ: fem. ἐντρανῖτις, ιδος, parasite, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, u. fem. ἐντραπεζῖτις, ιδος, = παράσιτος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρᾰπεζίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ίτιδος, παράσιτος, «ἐντραπεζίτιδος, παρασίτου» Σουΐδ., Ζωναρ. σ. 770.

Greek Monolingual

ἐντραπεζίτης, ο, ἐντραπεζῖτις, η (Μ)
παράσιτος
1. άνθρωπος που με ταπεινά μέσα εξασφαλίζει τη συντήρησή του από άλλον
2. ομοτράπεζος, που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον.