διονυσιακός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ή, όν, belonging to the Dionysia or to Dionysus, Δ. θέατρον Th. 8.93; ἀγών Arist. Rh. 1416a32, cf. Pol. 1323a2; Διονυσιακά, τά, poems on the legend of Bacchus, e.g. by Nonnus; διονυσιακόν, τό, prob., = διονύσιον, Gal. 12.423.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῖται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.