θίνα

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ θίς και θίν, γεν. θινός, ὁ και ἡ)
νεοελλ.
γεωλ. γεωμορφή αιολικής προελεύσεως που απαντά σε έρημους και σε παράκτιες περιοχές, αμμόβουνα σχηματισμένα με την επενέργεια του ανέμου
αρχ.
1. σωρός
2. σωρός άμμου
3. αμμώδης ακτή, παραλία, ακροθαλασσιά
4. οι αμμώδεις εκτάσεις της Λιβύης
5. σύρτη στο στόμιο ποταμού, αμμώδης υποβρύχια έξαρση του βυθού
6. όχθη χειμάρρου
7. άμμος ή ιλύς στον πυθμένα της θάλασσας
8. μτφ. η καρδιά, το εσωτερικό («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις» — πως μού ταράζεις το βάθος της καρδιάς», (Αριστοφ.)
9. παραθαλάσσιο φυτό («θινὸς ὄζειν», Αριστοτ.)
10. φρ. α) «παρὰ θῖν' ἁλός ἀτρυγέτοιο» — στην αμμουδιά της απέραντης θάλασσας, Ομ. Ιλ.)
β) «ἄκρης πόλιος θίς» — ο ναός που δεσπόζει στην Ακρόπολη τών Αθηνών, ο Παρθενώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. ινδ. dhisnya- «τοποθετημένο σε ανάχωμα», το οποίο προήλθε από ουδ. θ. < ΙE dhisen-, dhisn-, απ' όπου ελλ. θιών, θιην, θιν- και, ακολούθως, ονομ. θις, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, συνδέεται με νέο άνω γερμ. Dune, με την ίδια σημασία, ή και με τις γλώσσες του Ησυχίου θίλα
θημών, θικέλιον
την γογγυλίδα].