ένθεος

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και ένθους, -ουν (AM ἔνθεος, -ον και ἔνθους, -ουν)
αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῖκας», Σοφ.)
νεοελλ.
(συνήθ. το συνηρ. ένθους)
ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό
αρχ.-μσν.
άγιος, ιερός, θείος
αρχ.
(για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
επίρρ...
ενθέως
με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με θεία δύναμη ή έμπνευση, με ενθουσιασμό.