κακοπάρθενος

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπάρθενος Medium diacritics: κακοπάρθενος Low diacritics: κακοπάρθενος Capitals: ΚΑΚΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kakopárthenos Transliteration B: kakoparthenos Transliteration C: kakoparthenos Beta Code: kakopa/rqenos

English (LSJ)

ἡ,
A accursed maiden, Sch.E.Hec.612.
II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).

French (Bailly abrégé)

ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.

Greek Monolingual

κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρηκακοπάρθενος Μοῖρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.

Greek Monotonic

κᾰκοπάρθενος: -ον, ανάρμοστος, απρεπής για παρθένο, δυστυχής παρθένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπάρθενος:роковая дева (= Μοῖρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπάρθενος -ου [κακός, παρθένος] vervloekte vrouw (van Moira).

Middle Liddell

κᾰκο-πάρθενος, ον
unbecoming a maid, Anth.