μελίκηρον

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρον Medium diacritics: μελίκηρον Low diacritics: μελίκηρον Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΝ
Transliteration A: melíkēron Transliteration B: melikēron Transliteration C: melikiron Beta Code: meli/khron

English (LSJ)

τό, = μελικηρίς (honeycomb) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, Hsch. = μελικηρίς (kind of vine) IV, Ps.-Plu. Fluv. 19.2.

German (Pape)

[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Russian (Dvoretsky)

μελίκηρον: (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.

Greek Monolingual

μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῖτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινόκηρον)].

Greek Monotonic

μελίκηρον: τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μελί-κηρον, ου, τό,
a honey-comb, Theocr.