μειώνω

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

(ΑM μειῶ, -όω, Μ και μειώνω) μείων
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.
γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν μείης ὀρθῶς κεκλημένος», Πλάτ.)
2. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβιβάζω κάποιον με τα λόγια ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», Ξεν.)
3. παριστάνω ένα γεγονός μικρότερο, υποβιβάζω με λόγια τη σημασία του
4. παθ. μειώνομαι, μειοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι υποδεέστερος, κατώτερος, χειρότερος (α. «έχει μειωμένη αντίληψη» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», Ξεν.)
αρχ.
1. μετριάζω
2. βραχύνω συλλαβή.