πνιγῖτις

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγῖτις Medium diacritics: πνιγῖτις Low diacritics: πνιγίτις Capitals: ΠΝΙΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pnigîtis Transliteration B: pnigitis Transliteration C: pnigitis Beta Code: pnigi=tis

English (LSJ)

(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
φρ. «πνιγῖτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγίτις)].