ωδή
From LSJ
Greek Monolingual
η / ᾠδή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ᾠδά Α
1. (γενικά) λυρικό άσμα, μελοποιημένο ποίημα, τραγούδι
2. (ειδικά) λυρικό ποίημα στο οποίο εκφράζονται με έξαρση τα αισθήματα του ποιητή
νεοελλ.
ύμνος, αίνος («ωδή της χαράς»)
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. σύστημα τροπαρίων συντεθειμένων στον ίδιο ρυθμό
αρχ.
1. χαρμόσυνος ύμνος («λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῖς παύειν», Ευρ.)
2. φαιδρό άσμα
3. σατυρικό ή σκωπτικό ποίημα
4. μαγικό άσμα, επωδή
5. θρήνος
6. η ενέργεια του άδω
7. η φωνή τών πτηνών
8. (μετων.) χορδή
9. φρ. «ᾠδὴ κιθαρῳδική» — άσμα για κιθάρα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδή (< ἀείδω «τραγουδώ»)].