ἀγμός
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ὁ, (ἄγνυμι)
A fracture of a bone, περὶ ἀγμῶν, title of treatise by Hippocrates, etc.
II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 rompiente, acantilado κοιλωπὸς ἀγμός E.IT 263
•monte, pico διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.Ba.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.Th.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.Al.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.
2 fractura περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.
• Etimología: Cf. ἄγνυμι.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lieux abrupts, lieux escarpés.
Étymologie: ἄγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγμός: ὁ досл. перелом, излом, перен. утес, скала (κοιλωπὸς ἀ. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγμός: ὁ, (ἄγνυμι) κάταγμα, θραῦσις ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν ῥῆγμα κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391.
Greek Monotonic
ἀγμός: ὁ (ἄγνυμι), ρήγμα βράχου, γκρεμού, απότομος βράχος, σπηλιά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἄγνυμι
a broken cliff, crag, Eur.