ἀμπίσχομαι

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Middle Liddell

Mid. to put round oneself, to wear, χλαίνας οὐκ ἀμπισχοῦνται Ar.; ἀμπισχόμενος with your cloak round you, Ar.

French (Bailly abrégé)

Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s'envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω, ἀμπίσχω, ἀμπέχω.

Greek Monotonic

ἀμπίσχομαι: ἀμπίσχω, βλ. ἀμπέχω: περιτυλίγομαι, φορώ, χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται, στον ίδ.· ἀμπισχόμενος, τυλιγμένος με το μανδύα σου, στον ίδ.