Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμπέχομαι

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Middle Liddell

Mid. to put round oneself, to wear, χλαίνας οὐκ ἀμπισχοῦνται Ar.; ἀμπισχόμενος with your cloak round you, Ar.

French (Bailly abrégé)

Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s'envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω, ἀμπίσχω, ἀμπέχω.

Greek Monotonic

ἀμπίσχομαι: ἀμπίσχω, βλ. ἀμπέχω: περιτυλίγομαι, φορώ, χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται, στον ίδ.· ἀμπισχόμενος, τυλιγμένος με το μανδύα σου, στον ίδ.