приводить в порядок
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Russian > Greek
θεραπεύω, καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω