κίστος

From LSJ
Revision as of 16:42, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστος Medium diacritics: κίστος Low diacritics: κίστος Capitals: ΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kístos Transliteration B: kistos Transliteration C: kistos Beta Code: ki/stos

English (LSJ)

ὁ, v. κίσθος.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüte, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.

Greek Monolingual

και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.