προσζεύγνυμι
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
attach by a yoke, τὸ ἄροτρον Porph.Abst.2.30: metaph., τῇ ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν Placit.1.3.5:—more freq. in Pass., προσζεύγνυμαι to be yoked, harnessed to, τινι Luc.Ner.4: abs., to be attached, ᾗ τὸ πηδάλιον προσέζευκται Arist.Mech.851a33: metaph., τῷ προσέζευξαι πλάνῳ; E.Alc.482, cf. Plot.1.4.16; to be contiguous, πύργοις J. BJ5.4.4.
German (Pape)
[Seite 764] (s. ζεύγνυμι), anjochen, anbinden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προσεζύγης, Eur. Hipp. 1389.
French (Bailly abrégé)
attacher à ; Pass. προσζεύγνυμαι = être attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.)
2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ.
β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.)
3. παθ. προσζεύγνυμαι
συνέχομαι, συνορεύω («ἡ τοῦ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»].