ραφανίδα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].