καρπογονῶ
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Translations
bear fruit
Chinese Mandarin: 見效/见效, 結實/结实; Dutch: zijn vruchten afwerpen; Finnish: tuottaa tulosta; French: porter ses fruits; German: Früchte tragen, fruchten, Früchte abwerfen; Greek: αποδίδω καρπούς, φέρω καρπούς; Ancient Greek: ζωοφορέω, ζωοφορῶ, καρπογονέω, καρπογονῶ, καρποτοκέω, καρποτοκῶ, καρποφορέω, καρποφορῶ, καρποῦν, καρπόω, καρπῶ, ὀπωροφορέω, ὀπωροφορῶ, φέρω; Russian: приносить плоды; Spanish: dar sus frutas; Tibetan: འབྲས་བུ་སྐྱེ