ζωοφορέω
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
of animals, bring forth alive, Arist.HA638a31; of plants, bear fruit, Gp.5.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοφορέω: κυοφορῶ τι ζῶν, φέρω ἐν τῇ γαστρὶ ζῶν ἔμβρυον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 7, 6. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, καρποφορῶ, Γεωπ. 5. 13, 1.
German (Pape)
lebendige Jungen im Bauche tragen, Arist. H.A. 10.7; von Pflanzen: lebendige frische oder Frucht tragende Zweige treiben, Geop.
Translations
bear fruit
Chinese Mandarin: 見效/见效, 結實/结实; Dutch: zijn vruchten afwerpen; Finnish: tuottaa tulosta; French: porter ses fruits; German: Früchte tragen, fruchten, Früchte abwerfen; Greek: αποδίδω καρπούς, φέρω καρπούς; Ancient Greek: ζωοφορέω, ζωοφορῶ, καρπογονέω, καρπογονῶ, καρποτοκέω, καρποτοκῶ, καρποφορέω, καρποφορῶ, καρποῦν, καρπόω, καρπῶ, ὀπωροφορέω, ὀπωροφορῶ, φέρω; Russian: приносить плоды; Spanish: dar sus frutas; Tibetan: འབྲས་བུ་སྐྱེ