καρποτοκέω
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
bear fruit, Thphr. CP 5.2.3, Ph.1.444.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht erzeugen, hervorbringen, Theophr., Philo.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτοκέω: φέρω καρπόν, καρποφορῶ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 2, 3, Φίλων 1. 444.
Translations
bear fruit
Chinese Mandarin: 見效/见效, 結實/结实; Dutch: zijn vruchten afwerpen; Finnish: tuottaa tulosta; French: porter ses fruits; German: Früchte tragen, fruchten, Früchte abwerfen; Greek: αποδίδω καρπούς, φέρω καρπούς; Ancient Greek: ζωοφορέω, ζωοφορῶ, καρπογονέω, καρπογονῶ, καρποτοκέω, καρποτοκῶ, καρποφορέω, καρποφορῶ, καρποῦν, καρπόω, καρπῶ, ὀπωροφορέω, ὀπωροφορῶ, φέρω; Russian: приносить плоды; Spanish: dar sus frutas; Tibetan: འབྲས་བུ་སྐྱེ