κναφεῖον
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Ion. κναφήϊον, τό, fuller's shop, Hdt.4.14, Plu.Cic.1; γνᾰφ-, IG22.1638.28 (iv B.C.), codd. of Lys.3.15, 23.2, cf. POxy.1488.9 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1459] τό, ion. κναφήϊον, Walkerwerkstatt, Her. 4, 14; γναφεῖον Lys. 3, 15 u. öfter; vgl. uc. iud. vocal. 4.
French (Bailly abrégé)
ou γναφεῖον;
ου (τό) :
atelier de foulon.
Étymologie: κνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κναφεῖον zie γναφεῖον.
Russian (Dvoretsky)
κνᾰφεῖον: и γνᾰφεῖον τό валяльная мастерская, сукновальня Lys., Plut.
Greek Monolingual
κναφεῖον, τὸ (Α)
βλ. γναφείο.
Greek Monotonic
κνᾰφεῖον: Ιων. -ήϊον, τό, εργαστήριο γναφέα (βυρσοδέψη), σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, ἐργαστήριον γναφέως, Ἡρόδ. 4. 14, Πλουτ. Κικ. 1· γναφεῖον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Λυσ. 97. 38., 166. 31., 210· ἴδε κνάπτω ἐν τέλ.