σίλι

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλι Medium diacritics: σίλι Low diacritics: σίλι Capitals: ΣΙΛΙ
Transliteration A: síli Transliteration B: sili Transliteration C: sili Beta Code: si/li

English (LSJ)

τό, = κροτών, Plin.HN15.25.
II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.

German (Pape)

[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σέσελι.

Greek Monotonic

σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.

Middle Liddell

= κρότων or κίκι, called in Hdt. σιλλικύπριον, τό.