ἀρπαλέος
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Spanish (DGE)
(ἀρπᾰλέος) -α, -ον
I 1rapaz, codicioso γένος Agath.4.13.7, fig. ἁρπαλέη νοῦσος σε κατέφθισεν IPE 2.167.2 (Panticapeo III/II a.C.).
2 atractivo, seductor κέρδεα Od.8.164, ἔρως Thgn.1353, ἥβης ἄνθεα γίγνεται ἁρπαλέα Mimn.1.4
•deseado, ansiado δόσις Pi.P.8.65, cf. 10.62, φορβή Opp.H.3.234, cf. 2.388, Nonn.Par.Eu.Io.6.26
•ἁρπαλέον γὰρ ὄπισθε ... ἐστι δαΐζειν ἀνδρὸς φεύγοντος Tyrt.7.17.
II adv. ἀρπαλέως = con avidez ἡ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε ... ἁρπαλέως Od.6.250, cf. 14.110, Telegon.1, A.R.2.306
•con vehemencia ἁ. ἀραμένη Ar.Lys.331, ἐπεχήρατο ... ἁ. A.R.4.56
•con placer, con agrado ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁ. Thgn.1046, εὕδονθ' ἁ. Mimn.10.8.
Translations
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
rapacious
Bulgarian: алчен, ненаситен; Finnish: ahne, saaliinhimoinen; French: rapace; German: unersättlich, habgierig; Greek: άπληστος; Ancient Greek: ἁρπακτικός, ἀρπαλέος, ἅρπαξ, ἁρπαστικός; Latin: rapax; Maori: whakakakao; Polish: pazerny; Portuguese: voraz; Russian: жадный, алчный; Serbo-Croatian: gramziv, pohlepan, lakom; Spanish: codicioso; Swedish: rovgirig