ἀκαταμάχητος

From LSJ
Revision as of 23:25, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμάχητος Medium diacritics: ἀκαταμάχητος Low diacritics: ακαταμάχητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamáchētos Transliteration B: akatamachētos Transliteration C: akatamachitos Beta Code: a)katama/xhtos

English (LSJ)

ἀκαταμάχητον, unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.

Spanish (DGE)

-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
neutr. subst. τὸ ἀκαταμάχητον = la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.

German (Pape)

unbekämpfbar, Luc. Philop. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».

Léxico de magia

-ον invencible de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους os invoco a vosotros, sagrados, invencibles P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων ven junto a mí, demon invencible P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα para que permanezca invencible yo, fulano P XIII 1023